top of page

Βιομηχανικά κατάλοιπα και εύγλωττα αραβουργήματα

 

Ο Γιάννης Τυροβολάς φωτογραφίζει βιομηχανικά κατάλοιπα (κτήρια ανενεργών σήμερα μονάδων) αρκετά χρόνια τώρα. Ιδιαίτερα τον έχουν απασχολήσει τα απομεινάρια της μακράς σε διάρκεια μεταλλευτικής δραστηριότητας στη Σέριφο. Εκεί αναζητά τα ίχνη των ιστοριών ανώνυμων ανθρώπων στα σίδερα και στις πέτρες. Οι εικόνες του είδους που ο Τυροβολάς υπηρετεί είναι σαν να λειτουργούν στον αντίποδα εκείνων που τράβηξε στις αρχές του αιώνα ο Lewis Hine αποτυπώνοντας (μεταξύ άλλων) τις σκοτεινές πτυχές της παιδικής εργασίας εντός τεράστιων βιομηχανικών χώρων σε πλήρη λειτουργία. Εκεί οι μηχανές μοιάζουν να έχουν τον άνθρωπο σαν υποχείριο ή στην καλύτερη περίπτωση να έχουν γίνει ένα μαζί του. Στα βιομηχανικά τοπία που αποτυπώνει ο σύγχρονός μας φωτογράφος οι άνθρωποι δεν μοχθούν πλέον πάνω από τα μηχανήματα και τα βαγονέτα που από δαίμονες - σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής έχουν μετατραπεί σε μελαγχολικές υπομνήσεις ανθρώπινων εμπειριών.

        Είναι οι ίδιοι αυτοί χώροι όμως που σε ένα άλλο σώμα του έργου του φιλοξενούν ξανά ζωή στα σπλάχνα τους. Κοιμίζουν και προστατεύουν ανθρώπους σε μετάβαση. Ανθρώπους που από κομβικά σημεία όπως η Κέρκυρα και η Πάτρα ψάχνουν συνήθως ευκαιρία να περάσουν απέναντι, σε κάτι που φαντάζει γη της επαγγελίας στο μυαλό τους. Ο Γιάννης Τυροβολάς ξεκίνησε να καταγράφει κι εδώ ίχνη ανθρώπινης παρουσίας, πρόσφατης αυτή τη φορά, τα ίχνη μεταναστών και προσφύγων. Επιχειρεί να φέρει στην επιφάνεια το πιο πρόσφατο στρώμα χρήσης των χώρων αυτών. Πρόκειται για μια χαμηλής έντασης καταγραφή χωρίς ρητορικές αιχμές. Οι συνήθεις δυστυχώς πλέον φωτογραφίες με πλήθη δυστυχισμένων φορτωμένα σε φουσκωτά, σε ακτές και σε κέντρα φιλοξενίας, δίνουν εδώ τη θέση τους στο ενδιαφέρον για μεμονωμένους ανθρώπους. Ανθρώπους που είναι μεν απόντες ως φυσικές παρουσίες αλλά είναι παρόντες μέσα από τα προσωπικά αντικείμενά τους, τα στρώματα πάνω στα οποία κοιμούνται, τα πρόχειρα σκεύη με τα οποία παρασκευάζουν την τροφή τους, τα ρούχα τους. Όλα αυτά είναι αφημένα, κρεμασμένα δίπλα σε μηχανές που έχουν απομείνει εδώ μέσα από πιο πιο παλιά, σταματημένες από καιρό, πάνω σε ξεχαρβαλωμένες καρέκλες και πολυθρόνες, πάνω και δίπλα σε βρώμικους τοίχους, πεταμένα σχεδόν, συνήθως χωρίς μέριμνα, κάποτε όμως και επιμελώς τοποθετημένα, όπως σε εκείνη την εντυπωσιακή εικόνα που χαλάκια και κιλίμια επενδύουν με σχολαστική επιμέλεια έναν ψυχρό απογυμνωμένο βιομηχανικό χώρο δημιουργώντας μια έντονη αίσθηση οικιακής γαλήνης σε έναν ανοιχτό προς τα έξω χώρο που όμως προσφέρει το στοιχειώδες: στέγη. Αυτό εξηγεί εξάλλου και τη διακριτικότητα, τη συστολή με την οποία ο φωτογράφος διεισδύει εδώ.

        Ο Γιάννης Τυροβολάς όμως δεν περιορίζεται σ’ αυτό. Δεν μένει δηλαδή στην προσεκτική κι ευαίσθητη καταγραφή ιχνών ανθρώπινης παρουσίας με την ανάδειξη μιας στρωματογραφίας της βιομηχανικής αρχαιολογίας. Περνά εκείνη τη γραμμή που χωρίζει τον απλό φωτογράφο-καταγραφέα από τον ανθρωπολόγο του οπτικού. Μπροστά στον μεγάλο όγκο σκίτσων και κειμένων που απλώνονται στους τοίχους αυτούς δεν έμεινε αμέτοχος, δεν αρκέστηκε να τα δει απλώς όλα αυτά σαν όμορφα αλλά ακατανόητα διακοσμητικά αραβουργήματα. Ο ίδιος σε ένα κείμενό του στο περιοδικό Μανδραγόρας το έθεσε μετρημένα και με σεμνότητα ως εξής: “Μεγάλη αίσθηση μου προξένησαν κείμενα και σκίτσα, που άφησαν κατά τη διαμονή τους στα κουφάρια των εγκαταλειμμένων κτηρίων. Επιχείρησα τη μετάφραση των κειμένων […]” (Μανδραγόρας 67, Νοέμβριος 2022, σ. 99) Ο φωτογράφος κινητοποιήθηκε λοιπόν για να μεταφράσει τα γραπτά στους τοίχους. Στράφηκε σε διερμηνείς, προσέφυγε τελικά και στη βοήθεια των ίδιων των μεταναστών. Προχώρησε σε σοβαρή φιλολογική εργασία για να τα ταυτίσει, τόλμησε να τα επιμεληθεί οργανώνοντάς τα. Εξεπλάγη από τα αποτελέσματα της έρευνας, έκπληξη είναι όμως νομίζω και για τον καθένα μας η διαπίστωση ότι δίπλα στα αναμενόμενα ίσως (με βάση την, όπως αποδεικνύεται, υπεραπλουστευτική εικόνα που έχουμε για τους ανθρώπους αυτούς) χωρία από το Κοράνι, τα γνωμικά απανθίσματα λαϊκής σοφίας και τις εξομολογητικές εξάρσεις ερωτικού καημού, απαντούν επίσης ποιήματα σύγχρονα αλλά και παλιά, περσική λυρική ποίηση του 12ου και του 14ου αιώνα. Η καταγραφή και η έρευνα του Γιάννη Τυροβολά μας βοηθά να περάσουμε από τον ενίοτε εύκολο συναισθηματισμό γύρω από τη δύσκολη μοίρα του άλλου στη βαθιά γνώση γι’ αυτόν. Δεν είναι απλώς δυστυχισμένοι άνθρωποι σε διαρκή κίνηση, είναι άτομα με φωνή.

        Κι εδώ προκύπτει το σημαντικότερο για μένα ερώτημα: σε ποιον απευθύνονται αυτές οι κάποτε απεγνωσμένες, άλλοτε αισιόδοξες φωνές; Η πολυφορεμένη στο δυτικό πολιτισμό έννοια της προσωπικής έκφρασης είναι άραγε επαρκής για να αντιληφθούμε τι συμβαίνει πάνω στους τοίχους αυτούς; Υπάρχει κάποια ομοιότητα με τα γκραφίτι στους τοίχους των πόλεών μας; Αυτά θεωρούνται γενικώς οχήματα νεανικής έκφρασης. Φτιάχνονται όμως για να τα δούν πολλά μάτια. Στην περίπτωση των αραβουργημάτων που φωτογραφίζει ο Τυροβολάς δεν έχουμε κάτι τέτοιο. Μοιάζουν αυτές οι γραφές με εσωτερικούς μονολόγους που κατατίθενται για να δει κάποιος (και ίσως έτσι ν’ ακούσει καλύτερα τον εαυτό του) τις σκέψεις του γραμμένες στη γλώσσα του. Για να δει τη φωνή του. 

        Επιστρέφω στη σημασία του εγχειρήματος του Γιάννη Τυροβολά. Χωρίς θεωρητικές εκζητήσεις αφήνει πίσω του τη φωτογραφική αισθητικοποίηση του ερειπίου και προχωρά στο βάθος των πραγμάτων. Αναρωτιέται για το(ν) ξένο άλλο και με γνήσια διάθεση για κατανόηση ανοίγεται στην κουλτούρα εκείνου. Κι ανακαλύπτει απρόσμενα σπαράγματα πηγαίας  και δύσκολα ταξινομίσιμης έκφρασης σαν το παρακάτω που συμβατικά τοποθετήθηκε κάτω από τον τίτλο “Ξενιτιά”:

 

                                            Ο ένας αδελφός φεύγει.

                                            Αφήνει πίσω τον αδελφό του.

                                            Η γη απομακρύνεται από τον ουρανό.

                                           Έχω πονόδοντο. Τα δόντια μου χτυπούν…


 

Κώστας Ιωαννίδης 

Ιστορικός Τέχνης

© 2023 - ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΥΡΟΒΟΛΑΣ

bottom of page